Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Δημήτρης Γόντικας: «Το αίμα έτρεχε ακατάσχετα...» (1974 - Μαρτυρίες από τα μπουντρούμια της Ασφάλειας)

Συγκλονιστικά ντοκουμέντα είναι οι μαρτυρίες αυτών που δοκίμασαν τα φοβερά βασανιστήρια της χούντας, παντού όπου στήθηκε και δούλεψε ο αδίσταχτος αυτός μηχανισμός. Απλοί άνθρωποι, που δεν προσκύνησαν τη χούντα, φοιτητές, εργάτες, αγρότες κλπ, όλοι δοκίμασαν το φοβερό αυτό μηχανισμό που είχε στηθεί από χρόνια και που με την καθοδήγηση των αμερικάνικων πρακτόρων και υπηρεσιών τον είχαν εκσυγχρονίσει με μοντέρνα μέσα, σύνεργα και μεθόδους… Μετά το ματοκύλισμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τα κρατητήρια της ΕΣΑ, το υπόγειο γκαράζ της Γενικής Ασφάλειας, τα μπουντρούμια των στρατιωτικών φυλακών στο Μπογιάτι γέμισαν ασφυκτικά από φοιτητές, εργάτες και άλλους δημοκρατικούς πολίτες οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στα γεγονότα της 17ης Νοέμβρη. Όπως αποκαλύφτηκε και αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, στη δίκη των βασανιστών, μεγάλος αριθμός στελεχών του χουντικού κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού, αλλά και απλοί αστυνομικοί, στρατιωτικοί, φαντάροι και γιατροί ρίχτηκαν σαν ύαινες πάνω στους αλυσοδεμένους αγωνιστές και τους σακάτεψαν με φριχτά βασανιστήρια, που μόνο αρρωστημένα μυαλά μπορούσαν να σχεδιάσουν και να εκτελέσουν.

Ήθελαν να τους αποσπάσουν την «ομολογία» ότι «δια πλειόνων πράξεων συνιστωσών εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος επεδίωξες την εφορμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του πολιτεύματος και δημοκρατικού καθεστώτος και την εγκαθίδρυσιν του κομμουνιστικού καθεστώτος εις την χώραν κατά το πρότυπον των λαϊκών δημοκρατιών»...

Ο Δημήτρης Γόντικας, σήμερα μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ήταν ένας από αυτούς τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που τα σημάδια της φρίκης των βασανιστηρίων αποτυπώθηκαν για πάντα στο κορμί τους. Αναδημοσιεύουμε αφήγηση του Δ. Γόντικα, από τον Ριζοσπάστη της 3/8/1975:

«Το αίμα έτρεχε ακατάσχετα…»

«Με έπιασαν στις 16 του Φλεβάρη. Με μετέφεραν στη Γενική Ασφάλεια, όπου εκεί παρέμεινα ως τις 11 του Ιούλη, με εξαίρεση 25 ημέρες που έμεινα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Στις 20 Φλεβάρη, με καλεί ο αρχιδήμιος Μπάμπαλης. Αρχίζουν οι πρώτες ψυχολογικές πιέσεις. Μετά από λίγες μέρες με καλεί ο Μάλιος. Αυτή τη φορά ήταν πια σαφής: Ή θα κάνης αυτό που θέλουμε εμείς, ή θ’ αρχίσουν τα βασανιστήρια..
Έτσι την 1η του Απρίλη με κατέβασαν στο υπόγειο της Ασφάλειας, όπου το συνεργείο των βασανιστών μας περίμενε. Κάπου 10 άτομα με τα «εργαλεία» τους έτοιμα, περίμεναν το θύμα τους. Ήταν όλοι τους επαγγελματίες βασανιστές. Μέσα σ’ ένα κλίμα ακατάσχετου υβρεολογίου, ψυχολογικής πίεσης και απειλών για την ίδια μου τη ζωή, όπου ο καθένας πρωτοτυπούσε με τον τρόπο του, αρχίζουν να με δένουν σε ένα σιδερένιο πάγκο από τη μέση και κάτω. Με μια σιδερένια ράβδο, αρχίζουν να με χτυπούν με λύσσα στα πέλματα. Την ίδια στιγμή οι άλλοι τακτοποιούσαν το υπόλοιπο σώμα μου σε διάφορες θέσεις, εξασφαλίζοντας διάφορους συνδυασμούς με το μαρτύριο της φάλαγγας. Μετά από ένα διάστημα με λύνουν και με υποχρεώνουν να κάνω τροχάδην γύρω από μια κολώνα. Έτρεχαν όλοι πίσω μου και με ξύλα στα χέρια με χτυπούσαν στο υπόλοιπο σώμα. Πονούσα φοβερά, δεν μπορούσα να τρέξω. Τα κτήνη με πατούσαν με δύναμη στα ήδη χτυπημένα δάχτυλα των ποδιών. Με ξανάδεσαν στον πάγκο. Η σιδερένια ράβδος δεν φάνηκε αποτελεσματική. Αναζήτησαν και άλλο «εργαλείο».

Έφεραν τώρα και κορδόνι. Έτσι χτυπούσαν ταυτόχρονα δυο στα δεμένα μου πόδια. Ο ένας συναγωνιζόταν τον άλλον. Αλλά ούτε τότε είχαν αποτέλεσμα. Ενώ εκείνοι χτυπούσαν, οι υπόλοιποι έδεναν τα γεννητικά μου όργανα και τα τραβούσαν. Και πάλι τίποτα. Ο αρχιβασανιστής, φανερά εκνευρισμένος, γιατί δεν έβγαλα ούτε μία κραυγή πόνου, άρχισε να μου ξεριζώνει αργά – αργά το μουστάκι. Στη συνέχεια μου έριχναν κουβάδες νερό, για να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Με ξαναλύνουν και αρχίζει πάλι το υποχρεωτικό τροχάδην.

Για τρίτη φορά με ξαναδένουν στο πάγκο και με απειλούσαν πως θα φέρουν την γυναίκα μου, και την κόρη μου να βλέπουν τα βασανιστήρια. Τελικά με έλυσαν, χωρίς να μου αποσπάσουν ούτε λέξη. Τότε είδα ότι και τα χέρια μου ήταν γεμάτα αίματα, που έτρεχαν από τα νύχια. Το μαρτύριο αυτό, κράτησε περίπου μιάμιση ώρα. Με πολλή δυσκολία, γύρισα στο κελί μου. Μετά από λίγο τα πόδια μου άρχισαν να πρήζονται και οι πόνοι ήταν φοβεροί. Το σώμα μου, από τη μέση και κάτω ήταν ολόμαυρο. Δεν μπορούσα ούτε να ξαπλώσω, ούτε να περπατήσω. Ήμουν τελείως ακίνητος. Αυτή η ακινησία κράτησε 10 μέρες. Περπατούσα καθιστός με τη βοήθεια των χεριών. Από τους πόνους ήταν αδύνατο να κοιμηθώ.
Η αϋπνία και τα βασανιστήρια με είχαν εξαντλήσει. Το συνεργείο ανανεωμένο, άρχισε όπως και την πρώτη φορά τη δουλειά του. Τώρα το μαρτύριο της φάλαγγας γίνεται πιο επώδυνο γιατί τα πόδια μου είναι παραμορφωμένα. Καθώς ήμουν δεμένος, ένας βασανιστής μου στρίβει τα χέρια στην πλάτη και με το πόδι του την πίεζε, ώστε το κεφάλι μου να ακουμπάει στα γόνατά μου. Έτσι, συνέχισαν την φάλαγγα περίπου μια ώρα και όταν άρχισε να τρέχει αίμα από τα πόδια μου. Πριν αρχίσουν την φάλαγγα, με υποχρέωσαν να βλέπω άλλον κρατούμενο που βασάνιζαν. Και πάλι δεν μου απέσπασαν ούτε μία λέξη. Με μετέφεραν σηκωτό στο κελί μου, ενώ το αίμα έτρεχε ακατάσχετα. Το αίμα στο σκοτεινό κελί, με είχε στην κυριολεξία πνίξει, ώσπου κύλησε έξω στο διάδρομο. Στο τέλος χάνω τις αισθήσεις μου. Στις 11 του Ιούλη με πήγαν στις φυλακές Κορυδαλλού.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου